μέσκος

μέσκος
μέσκος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μέσκος — μέσκος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κώδιον, δέρμα, Νίκανδρος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (πρβλ. αραμ. meškā, ακαδ. mašku, αρχ. περσ. maškā «δέρμα, φλοιός»). Κατ άλλη άποψη, πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

  • πέσκος — τὸ, Α 1. φλοιός 2. δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί με αναγραμματισμό τών συμφώνων από το ρ. σκέπω. Κατ άλλη, νεώτερη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. πέκος «δέρμα, περίβλημα» με επίδραση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”